- αλευρώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος1. πασπαλίζω με αλεύρι: Ξέχασε να αλευρώσει τα ψάρια.2. πασπαλίζω με πούδρα: Αλευρώθηκε πολύ κι έγινε σαν παλιάτσος.3. μορφώνω επιφανειακά: Πήγε κι ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο κι αλευρώθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.