αλευρώνω

αλευρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. πασπαλίζω με αλεύρι: Ξέχασε να αλευρώσει τα ψάρια.
2. πασπαλίζω με πούδρα: Αλευρώθηκε πολύ κι έγινε σαν παλιάτσος.
3. μορφώνω επιφανειακά: Πήγε κι ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο κι αλευρώθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλευρώνω — αλευρώνω, αλεύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] …   Dictionary of Greek

  • αλευρογυρίζω — 1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω 2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα 3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • αλεύρωμα — το [αλευρώνω] 1. πασπάλισμα με αλεύρι 2. άβαθη, επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”